παραλυσία

παραλυσία
η
1) распущенность, распутство, разврат; 2) см. παράλυση 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "παραλυσία" в других словарях:

  • παραλυσία — η διαφθορά, ακολασία, έκλυτη ζωή: Η παραλυσία τον κατάντησε σωστό κουρέλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραλυσία — η 1. παράλυση 2. μτφ. έκλυτος βίος, ακολασία, κραιπάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράλυση + κατάλ. ία. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Ιω. Φιλήμονα] …   Dictionary of Greek

  • έκλυση — η 1. (χημ.), η έξοδος αερίων με μορφή φυσαλίδων από μείγμα που λιώνει ή από υγρό που βράζει. 2. παράλυση, χαλάρωση, εξασθένηση. 3. (ως ηθική έννοια), παραλυσία, εξαχρείωση, ηθική κατάπτωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακολασία — η η ασωτία, η παραλυσία: Η ακολασία είναι σημάδι κοινωνικής παρακμής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποχαλινώνομαι — ώθηκα, ωμένος, ρίχνομαι στην ασωτεία: Αποχαλινωμένος είχε ριχτεί σε κάθε είδους παραλυσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπαστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί σπασμούς: Του έδωσε σπαστικά φάρμακα. 2. μτφ., άνθρωπος που δεν ελέγχει τις κινήσεις των μελών του σώματός του, γιατί πάσχει από σπαστική παραλυσία. 3. ο εκνευριστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»